- αἰκῆ
- ἀικήςneut nom/voc/acc pl (attic epic doric)ἀικήςmasc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)ἀικήςmasc/fem acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀική — ἀϊκή , ἀική rapid motion fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αϊκή — ἀική, η (Α) [ἀίσσω] ορμητική κίνηση, ορμή, φόρα … Dictionary of Greek
αΐσσω — ἀΐσσω και ἄσσω (αττ. ᾄττω ή ἄττω) (Α) Ι. ενεργ. 1. (για κάθε απότομη ή βίαιη κίνηση) (και ως μέσο) κινούμαι ορμητικά, εκσφενδονίζομαι, εξακοντίζομαι, ορμώ, ρίχνομαι 2. εκπέμπω λάμψη, λάμπω, αστράφτω όπως το φως 3. (για οξύ πόνο) διαπερνώ,… … Dictionary of Greek
πολυάϊκος — ον, Α πολυᾱϊξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + άϊκος (< ἀίσσω «αναπηδώ, σκιρτώ», πρβλ. ἀική)] … Dictionary of Greek
ἀικάς — ἀϊκά̱ς , ἀική rapid motion fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)